κοκκίνῳ

κοκκίνῳ
κόκκινος
scarlet
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κοκκίνω — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φαρσάλων του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στα όρια με τον νομό Φθιώτιδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ναρθακίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”